δεκτικότητα

δεκτικότητα
η
1. η ιδιότητα τού δεκτικού, η επιδεκτικότητα («η δεκτικότητα τού οργανισμού»)
2. (φιλοσ.) η παθητικότητα κατά τη γνώση: η δεκτικότητα είναι ευαισθησία αντιτιθέμενη, κατά τον Καντ, στο αυθόρμητο τής κατανοήσεως
3. (ψυχολ.) «κατάσταση δεκτικότητας» — κατάσταση κατά την οποία ένα πρόσωπο δέχεται ευκολότερα την επίδραση άλλου προσώπου (υποβολή, υπνωτισμός κ.ά.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. δεκτικότης, μαρτυρείται από το 1786 στον Χριστόδ. Ακαρνάνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανάλατος — Τοποθεσία μεταξύ Αθήνας και Φαλήρου, κοντά στη λεωφόρο Συγγρού. Τον Απρίλιο του 1827 έγινε εκεί σφοδρή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Στη μάχη έλαβαν μέρος πολλοί οπλαρχηγοί, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, που είχε καταστρώσει… …   Dictionary of Greek

  • μάρκετινγκ — Ο τομέας της παραγωγής που αφορά τη ροή των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρέχονται από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Πιο απλά ο όρος δηλώνει τη διανομή και πώληση των αγαθών. Στην έννοια του μ. περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες που… …   Dictionary of Greek

  • συμπιεστός — ή, ό, Ν 1. αυτός που μπορεί να δεχθεί συμπίεση, δεκτικός συμπίεσης 2. αυτός που έχει συμπιεστεί, συμπιεσμένος 3. το ουδ. ως ουσ. το συμπιεστό η συμπιεστότητα, η δεκτικότητα συμπίεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιέζω. Το ουδ. συμπιεστόν μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • χωρητικός — ή, ό / χωρητικός, ή, όν, ΝΜΑ [χωρητός] ο ικανός να χωρέσει, να περιλάβει κάτι νεοελλ. φρ. «χωρητική αντίσταση» (ηλεκτρολ.) η αντίσταση που προβάλλει στη διέλευση ενός ημιτονοειδούς εναλλασσόμενου ρεύματος ένας πυκνωτής ή ένας οποιοσδήποτε αγωγός… …   Dictionary of Greek

  • ύπνωση — η, Ν 1. ιατρ. προκλητή, υπνοειδής κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από μερική αναστολή τής συνείδησης και τού βουλητικού ελέγχου, καθώς και από αυξημένη δεκτικότητα στην επιρροή τού υπνωτιστή, σε αντίθεση με άλλες επιδράσεις 2. αποκοίμηση,… …   Dictionary of Greek

  • Αριστοκλής — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Καταγόταν από την Κυδωνία της Κρήτης. Ένα χάλκινο σύμπλεγμά του στην Ολυμπία παρίστανε τον Ηρακλή να μάχεται εναντίον έφιππης Αμαζόνας. 2. Γλύπτης (6ος αι. π.Χ.). Εργάστηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • Ζιντ, Αντρέ — (André Gide, Παρίσι 1869 – 1951). Γάλλος συγγραφέας. Έλαβε τη βασική μόρφωση από το καλλιεργημένο οικογενειακό του περιβάλλον (ήταν θείος του ο οικονομολόγος Σαρλ Ζιντ, βλ. λ.). Ο λόγος ήταν ότι αναγκαζόταν συχνά να εγκαταλείπει το σχολείο,… …   Dictionary of Greek

  • Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… …   Dictionary of Greek

  • Κασαντό, Γκασπάρ — (Gaspar Cassado, Βαρκελώνη 1897 – Μαδρίτη 1966). Ισπανός βιολοντσελίστας και συνθέτης. Γιος του μουσικού Χοακίν Κασαντό, αρχικά μαθήτευσε κοντά στον πατέρα του και έπειτα κοντά στον Πάμπλο Καζάλς στο Παρίσι. Συνέθεσε πολλά έργα για βιολοντσέλο,… …   Dictionary of Greek

  • Λάρα, Μαριάνο Χοσέ ντε- — (Mariano José de Larra, Μαδρίτη 1809 – 1837). Ισπανός συγγραφέας. Ήταν γιος ενός εξόριστου βοναπαρτιστή γιατρού και πέρασε την παιδική του ηλικία στη Γαλλία, όπου ανατράφηκε σύμφωνα με τις αρχές του Διαφωτισμού και του κλασικισμού. Η ζωή του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”